σκωλήκων

σκωλήκων
σκώληξ
worm
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • SERES — populi Aethiopiae interioris ad Ortum inter Blemyas: et Orosio teste, populi Indiae citerioris inter Indum et Hydaspen. Sunt et Seres populi Asiae ad Ortum extremi, ultra Sinas, omnium mitissimi, iustitiaeque amantissimi, inter Sinas ad Austrum,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ψευδοφυλλίδια — (pseudophyllidea). Τάξη παρασιτικών σκωλήκων της υπόταξης των ευκεστωδών, της ομοταξίας των κεστωδών. Bλ. λ. κεστώδη. * * * τα, Ν ζωολ. τάξη κεστωδών σκωλήκων που περιλαμβάνει είδη τα οποία παρασιτούν στους τελεόστεους και στα χερσόβια… …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • αμφίδιο — το Ζωολ. αδενο αισθητήριο όργανο, που βρίσκεται στο μπροστινό μέρος τού σώματος τών Νηματωδών σκωλήκων …   Dictionary of Greek

  • βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… …   Dictionary of Greek

  • διατύπωση — η (AM ις) [διατυπώ] έκφραση διανοήματος νεοελλ. μσν. συνήθως στον πληθ. διατυπώσεις τυπικές πράξεις που τηρούνται υποχρεωτικά για να ενισχύσουν το κύρος επιδιωκόμενου σκοπού («τελωνειακές διατυπώσεις») μσν. αρχ. 1. σχηματισμός, διαμόρφωση («ὅταν… …   Dictionary of Greek

  • ελλοβιοψίδες — οι μυκητυλοειδή παράσιτα τών αρθροπόδων και τών πολύχαιτων σκωλήκων …   Dictionary of Greek

  • ετερόδερα — τα γένος νηματωδών σκωλήκων τής οικογένειας ετεροδερίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterodera < hetero (πρβλ. ετερο *) + dera (πρβλ. δηρή)] …   Dictionary of Greek

  • εχινόρρυγχα — τα ζωολ. συνώνυμο τού μικρού φύλου παρασιτικών σκωλήκων Ακανθοκέφαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. echinorhynchus < echino (πρβλ. εχίνος) + rhynchus (πρβλ. ρύγχος)] …   Dictionary of Greek

  • ζέω — (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω) 1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα νεοελλ. μσν. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον 1. ζεστό νερό που προστίθεται στο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”